- προθυμότατος
- προθῡμότατος , πρόθυμοςreadymasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφερόντω — επίρρ. (AM) 1. διαφορετικά από, με διαφορετικό τρόπο 2. με διαφορετικό τρόπο ή βαθμό 3. (με γεν.) περισσότερο («πάντων διαφερόντως προθυμότατος», Θουκ.) 4. με εξαιρετικό τρόπο («οὐδ ἐπιστρατεύομεν ἐκπρεπῶς μὴ καὶ διαφερόντως τι ἀδικούμενοι», Θουκ … Dictionary of Greek
νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… … Dictionary of Greek
ολοπρόθυμος — η, ο (Μ ὁλοπρόθυμος, ον) πάρα πολύ πρόθυμος, προθυμότατος … Dictionary of Greek
τρισάσμενος — ον, ΜΑ προθυμότατος («καὶ ἡμῑν γ ἂν οἶδ ὅτι τρισάσμενος ταῡτ ἐποίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἄσμενος «ευτυχής»] … Dictionary of Greek